- μυσιώ
- μυσιῶ, -άω (Α)(για λαίμαργο) αγκομαχώ από την πολυφαγία, είμαι χορτασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + κατάλ. -ιάω δηλωτική ασθένειας (πρβλ. μυρμηκιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μυσίῳ — Μῡσίῳ , Μύσιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσία — Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, μεταξύ Προποντίδας και Αιγαίου. Η αρχαία Μ. συνόρευε στα Ν με τη Λυδία και στα Α με τη Φρυγία και τη Βιθυνία. Χωριζόταν σε διάφορα τμήματα, τα όρια των οποίων άλλαξαν κατά εποχές: τη Μικρά Μ. ή… … Dictionary of Greek